- εὐεργετούμενος
- εὐεργετέωto be a benefactorpres part mp masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
ԵՐԱԽՏԱՌՈՒ — (ի, աց.) NBH 1 0667 Chronological Sequence: Early classical, 10c ա. Առօղ երախտեաց. երախտագիւտ. ըստ յն. բարերարեալ. εὑεργετούμενος *Յերախտառուացն բազում ինչ այնպիսի կրեցին. Ոսկ. մ. ՟Բ. 8: *Եւ քան զչափաւոր խնամեալսն՝ յոքնաբար երախտառուքն. Խոսր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)